πονοκεφάλιασμα

πονοκεφάλιασμα
το, Ν [πονοκεφαλιάζω]
1. μεγάλη ενόχληση που προέρχεται κυρίως από θόρυβο, ζαλάδα
2. σκοτούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πονοκεφάλιασμα — το, ατος ενόχληση, ζάλισμα, σκοτούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροντίδα — η 1. η απασχόληση με κάτι, η μέριμνα, η σκέψη. 2. ενεργό ενδιαφέρον, έγνοια, σκοτούρα, πονοκεφάλιασμα: Και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει τις φροντίδες (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόντιση — φρόντιση, η και φροντισιά, η φροντίδα, μέριμνα, έγνοια, πονοκεφάλιασμα: Τη φρόντιση της δουλειάς την άφησε στον αδερφό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”